επικατάγω

επικατάγω
ἐπικατάγω (Α)
1. παθ. ἐπικατάγομαι
(για πλοίο ή ναυτικούς) προσορμίζομαι κατόπιν ή μαζί με άλλο («ἕως πᾱσαι αἱ νῆες έπικατήχθησαν», Θουκ.)
2. τελειώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ-άγω «οδηγώ το πλοίο προς το λιμάνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσεπικατάγω — Μ εισάγω κάτι επί πλέον σε έναν υπολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικατάγω «τελειώνω έναν υπολογισμό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”